- σφωΐτερος
- σφωΐτερος, (1) euer beider, euch beiden eigen; (2) ihrer beider, ihnen beiden eigen; (3) sein; dein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφωίτερος — of you two masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
σφωιτέρω — σφωίτερος of you two masc/neut nom/voc/acc dual σφωίτερος of you two masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέρων — σφωίτερος of you two fem gen pl σφωίτερος of you two masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωίτερον — σφωίτερος of you two masc acc sg σφωίτερος of you two neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέραιν — σφωίτερος of you two fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέραις — σφωίτερος of you two fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέρην — σφωίτερος of you two fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέρης — σφωίτερος of you two fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέροιν — σφωίτερος of you two masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέροιο — σφωίτερος of you two masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)